ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ: Ο ΒΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ

Του Δρ Μάνου Δανέζη, Επίκουρου Καθηγητή Αστροφυσικής, Τμήμα Φυσικής Πανεπιστημίου Αθηνών

 (Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΛΙΜΑΝΙ, τον Ιούνιος 1998 με τον τίτλο.: «Δημοσκοπήσεις και Μαθηματικά»)

Μια από τις πιο γνωστές, αλλά και αποτελεσματικές, μεθόδους επηρεασμού της κοινής γνώμης, είναι η παρουσίαση δημοσκοπικών αποτελεσμάτων και αυτό ασχέτως της εγκυρότητάς τους. Ο αγώνας προβολής προσώπων, κομμάτων ή παρατάξεων, στηρίζεται στην ανάλυση βαθύτερων κοινωνιολογικών φαινομένων τα οποία θέλουν τους αναποφάσιστους πολίτες-καταναλωτές να συντάσσονται, σε ένα μεγάλο βαθμό, με τους πιθανότερους τελικούς νικητές. Η τάση αυτή θεωρείται λογική, από κάποιους, εφόσον, όπως όλοι γνωρίζουμε, κάποιοι πολίτες δεν επιλέγουν στις εκλογές με βάση ιδεολογικά η γενικότερα κριτήρια , αλλά λαμβάνοντας υπόψη το προσωπικό τους συμφέρον το οποίο τους επιβάλλει να συνταχθούν στο πλευρό του πιθανότερου νικητή, ο οποίος θα έχει την δυνατότητα να εξυπηρετήσει τις όποιες τυπικές ή άτυπες επιδιώξεις τους. Αμεσο αποτέλεσμα αυτής της τάσης είναι, σε πολλές περιπτώσεις, το «μαγείρεμα» των δημοσκοπικών αποτελεσμάτων, υπέρ προσώπων ή σχηματισμών, έτσι ώστε, η έννοια δημοσκόπηση, στην συνείδηση πολλών πολιτών να αποτελεί συνώνυμο της έννοιας «εξαπάτηση».

Οι βασικές αρχές

Προκειμένου να ξαναβρούν οι πολίτες την εμπιστοσύνη τους σ’ αυτό που λέγεται Μαθηματική Επιστήμη και κατ’ επέκταση στην έννοια της Μαθηματικά ορθής Δημοσκόπησης, θα προσπαθήσουμε, με απλά λόγια, να περιγράψουμε μερικά βασικά κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους οι αναγνώστες τέτοιων δημοσκοπικών ερευνών, προκειμένου να κρίνουν την ορθότητά τους.

Αρχικό και τεράστιο πρόβλημα μιας Δημοσκόπησης είναι η συγκρότηση ενός συνεπούς λεγομένου δείγματος ερωτώμενων πολιτών. Αυτό σημαίνει ότι το δείγμα των επιλεγέντων πολιτών που θα συμμετάσχουν στην δημοσκόπηση, θα πρέπει να περιγράφει επακριβώς, ποσοστιαία βέβαια, την δομή της κοινωνίας της δημοσκοπούμενης περιοχής (διάφορες ηλικίες, φύλο, διάφορα μορφωτικά επίπεδα, διάφορα επαγγέλματα, διάφορα οικονομικά επίπεδα, τοπικές διαφοροποιήσεις κλπ). Μια τέτοια πλήρης κατανομή του δείγματος δεν είναι εφικτή για δύο λόγους. Πρώτον λόγω ανυπαρξίας αντίστοιχων αναλυτικών στοιχείων από την Στατιστική Υπηρεσία και δεύτερον λόγω του τεράστιου αριθμού των πολιτών που θα έπρεπε να δημοσκοπηθούν.

Τα σφάλματα που δημιουργούνται λόγω των προηγούμενων προβλημάτων είναι τεράστια και ποτέ δεν αναφέρονται σε καμία δημοσκόπηση.

Για παράδειγμα αναφέρουμε ότι ένα ανεκτό μέγεθος δείγματος για την Α’ Εκλογική Περιφέρεια Πειραιά είναι 1250 ερωτώμενοι. Το δείγμα αυτό βέβαια είναι ανεκτό αν οι ερωτώμενοι πουν την αλήθεια, αν πουν ψέματα το σφάλμα πολλαπλασιάζεται.

Βέβαια ένα είναι αληθές ότι δείγματα 1000 και 2000 ερωτώμενων, σε πανελλαδικό επίπεδο, μόνο γέλια μπορούν να προκαλούν στους Μαθηματικούς κύκλους ως προς την ορθότητα του τελικού αποτελέσματος.

Στην συνέχεια της δημοσκόπησης βέβαια υπεισέρχεται και μια σειρά άλλων σφαλμάτων λόγω των μεθόδων μαθηματικής επεξεργασίας. Τα σφάλματα αυτά είναι ασυγκρίτως μικρότερα από τα προηγούμενα, που οφείλονται στην κακή κατανομή του δείγματος, και τα μόνα τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις παρουσιάζονται. Ασφαλώς διότι είναι αρκετά μικρά και έτσι δεν αποκαλύπτουν με την «πρώτη ματιά» το εσφαλμένο του τελικού αποτελέσματος. Στην πραγματικότητα μια «έντιμη», σε μαθηματικό επίπεδο, δημοσκόπηση, πρέπει να αναφέρει στην ταυτότητά της το άθροισμα των προηγούμενων σφαλμάτων, γεγονός  που ποτέ δεν γίνεται.

Το τι σημαίνει όμως σφάλμα ενός δημοσκοπικού αποτελέσματος μπορούμε να το κατανοήσουμε από το επόμενο παράδειγμα. Έστω ότι έχουμε δύο κόμματα με ποσοστά 22% και 20% με πιθανό τελικό σφάλμα μέτρησης 5%. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμα και αν όλα τα στοιχεία της Ερευνας είναι ορθά, η επιστημονική δημοσκόπηση αποφαίνεται ότι τα ποσοστα του πρώτου κόμματος κυμαίνονται μεταξύ 17% και 27% και του δεύτερου μεταξύ 15% και 25%. ‘Οπως βλέπουμε, όταν λαμβάνουμε υπόψη μας τα δημιουργούμενα σφάλματα, σαν αποτέλεσμα μιας επιστημονικά ορθής δημοσκόπησης, έχουμε μια περιοχή ποσοστών μέσα στην οποία κυμαίνεται η δύναμη των κομμάτων και όχι απόλυτα ποσοστά.

Με απόλυτα ποσοστά το πρώτο κόμμα με 22% μπορεί να πανηγυρίζει ότι προηγείται του άλλου. Με αναγραφή όμως των ποσοστών σφάλματος κανένας δεν μπορεί να αναγνωρίσει από την δημοσκόπηση πιο κόμμα προηγείται του αλλου.

Το ερώτημα είναι βέβαια απλό. Ο διαφημιζόμενος κώδικας δεοντολογίας των εταιριών δημοσκόπησης επιβάλλει ή όχι την αναγραφή του συνολικού σφάλματος των μετρήσεων; Αν όχι, γιατί; Αν ναι γιατί δεν εγκαλούνται αυτοί που ασελγούν στον «σώμα» των Μαθηματικών, αλλά και της ενημέρωσης της κοινωνίας των πολιτών; Επιτέλους ας επιτρέψουν στα Μαθηματικά να επιβιώσουν αξιοπρεπώς έξω από παιχνίδια σκοπιμότητας και εξουσίας.

Η Επιστήμη είναι το τελευταίο καταφύγιο του πολιτισμού μας, ας μην την κάνουμε και αυτή ένα ευτελές όργανο των όποιων κοινωνικών ή οικονομικών σκοπιμοτήτων

Next Post

You Might Also Like