Η ώρα της αλήθειας – Η κατάρρευση των μύθων

Το μέλλον του παρελθόντος μας*

Η κατάρρευση των μύθων

 Δρ Μάνος Δανέζης

Αστροφυσικός

Το Δυτικό πολιτικό σύστημα

Το δυτικό πολιτικό σύστημα, παρά τις κάποιες περί του αντιθέτου απόψεις, στηρίχθηκε ιστορικά στην κοινωνική φιλοσοφία της «Αριστοκρατίας». Η ουσιαστική έννοια του όρου προκύπτει από τη ρίζα της λέξης που σημαίνει η «κυριαρχία των αρίστων». Το νόημα της έννοιας «άριστος» μπορούμε να το βρούμε αναλυμένο σε όλα τα κείμενα του Αριστοτέλη, αλλά και πολλών άλλων Ελλήνων φιλοσόφων.

Η έννοια του όρου «άριστος», με την πάροδο των αιώνων, έτυχε μιας σκαιής μεταχείρισης και μιας εσκεμμένης παρερμηνείας. Αυτό συνέβη επειδή αποτελούσε προϋπόθεση κατάληψης ηγετικών θέσεων στα πλαίσια της κοινωνικής αυτής δομής. Με την πάροδο όμως των ετών, οι ηγετικές και εξουσιαστικές ομάδες παρέμεναν μεν ολιγομελείς, όπως και οι αριστοκρατικές, παρόλο που δεν αποτελούντο πλέον από «αρίστους». Απλά οι ολιγομελείς αυτές ομάδες εξουσίας αυτοονομάζονταν φιλάρεσκα «αριστοκρατικές» επιβάλλοντας στην κοινωνία, με κάθε μέσον, να τους απονέμει αυτόν τον τίτλο.
Η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας μετάλλαξε την κοινωνική φιλοσοφία της Αριστοκρατίας, σε ένα απλό «Ολιγαρχικό κοινωνικό σύστημα». Στο σύστημα αυτό η έννοια της αριστοκρατικής ομάδας διοίκησης αντικαταστάθηκε από την έννοια της «ελίτ» η οποία δεν συνεπαγόταν ότι ήταν και αριστοκρατική.
Μέσω αυτής της μετάλλαξης, η οποία δεν ήταν επιβεβλημένη φυσιολογικά, αλλά βίαια, είχαν ήδη τεθεί οι ρίζες της κατάρρευσης της κοινωνικής φιλοσοφίας της αριστοκρατίας του πνεύματος, εφόσον είχε χαθεί η αυτοσυνέπεια και η συνέχεια βασικών προϋποθέσεων και αρχών λειτουργίας της.
Ο έλεγχος των διοικητικών δομών της κοινωνίας είχε περιέλθει πλέον στα χέρια «ολίγων» αλλά όχι και «αρίστων». Η εξέλιξη αυτή, επειδή εξυπηρετούσε και ωφελούσε τις μωροφιλοδοξίες και τις άκρατες και χωρίς φραγμούς ωφελιμιστικές επιδιώξεις των «ολίγων», αλλά όχι και «αρίστων», παγιώθηκε και διαιωνίστηκε μέχρι τις ημέρες μας
Αυτό που θα πρέπει να τονίσουμε είναι ότι σε ένα ιδεατό αριστοκρατικό κοινωνικό μοντέλο οι ηγεσίες δεν αποτελούν αντανάκλαση και έκφραση των αδυναμιών του λαού, αλλά φωτισμένες πρωτοπορίες των «αρίστων», αποδεκτές φυσιολογικά από το λαό.
Η παγίωση όμως μιας κοινωνικής ολιγαρχικής διοικητικής δομής, χωρίς αριστοκρατικά χαρακτηριστικά, δημιούργησε προβλήματα εφόσον δεν έχαιρε μιας βιωματικής ηθικής και συνειδησιακής αποδοχής από μέρους της κοινωνίας. Η αποδοχή αυτή ήταν αναγκαία προϋπόθεση μιας ειρηνικής αποδοχής, εκ μέρους της κοινωνίας, των επιβεβλημένων, τις περισσότερες φορές δια της βίας, ολιγαρχικών ηγεσιών. Για το λόγο αυτό αντικαταστάθηκαν, η ηθική, η γνώση και η κοινωνική προσφορά ως στοιχεία μέτρησης του αρίστου, από την αποδοχή ως μέτρου μέτρησης του «υλικού πλούτου».
Η θέσπιση όμως του κριτηρίου του υλικού πλούτου ως κριτηρίου κοινωνικής αποδοχής, αποτέλεσε ένα νέο πλήγμα στις δομές του πυλώνα της κοινωνικής φιλοσοφίας του δυτικού πολιτισμικού ρεύματος. Συγχρόνως δημιούργησε βαθιές ρωγμές στις δομές της επιστήμης και της θεολογίας, οι οποίες, αν ήθελαν να επιζήσουν, έπρεπε να ανασυγκροτηθούν με βάση τα νέα δεδομένα.
Έτσι τέθηκαν οι βάσεις των μελλοντικών συγκρούσεων και προστριβών μεταξύ των δομών της κοινωνικής φιλοσοφίας, της επιστήμης και της θεολογίας.
Επειδή όμως υπήρξε προφανής και κατανοητή η ασυμφωνία και η ιδεολογική σύγκρουση μεταξύ επιστήμης, θεολογίας της κοινωνικής φιλοσοφίας, έγινε μια προσπάθεια αλλοίωσης βασικών αρχών και κανόνων λειτουργίας της επιστήμης και της θεολογίας, έτσι ώστε να εξυπηρετούν και να καλύπτουν φιλοσοφικά και ιδεολογικά τα συμφέροντα του εκχυδαϊσμένου πλέον πυλώνα της κοινωνικής φιλοσοφίας.
Είναι η εποχή κατά την οποία τα χριστιανικά ιερατεία περιέβαλαν το χριστιανισμό με κοσμικά χαρακτηριστικά. Ο χριστιανισμός γίνεται πλέον μιλιταριστικός, βίαιος τρυγητής υλικών αγαθών, ρατσιστικός και εθνικιστικός, σε αντίθεση με όλα τα διδάγματα και τις επιταγές του ιδρυτή του.
Ομοίως η επιστήμη γίνεται υλιστική, ωφελιμιστική και κατευθυνόμενη. Είναι αποδεκτή από την κοινωνική δομή και χρηματοδοτείται μόνο αν εξυπηρετεί τον πόθο των ολίγων για δόξα και υλικό κέρδος.
Όπως γίνεται φανερό από όλα τα προηγούμενα, μια τέτοια κοινωνική διοικητική δομή δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτή από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας.
Τότε ακριβώς αρχίζει η εποχή της κατάρρευσης των αναπτυχθέντων ολιγαρχικών δομών (φεουδαρχίες, μοναρχίες κ.λ.π.).
Η κατάρρευση αυτή θα μπορούσε να δράσει θετικά στην ανασύνταξη του πολιτισμικού αυτού πυλώνα, αν αποτελούσε την αρχή μιας αυτοκάθαρσής του, και μιας ουσιαστικής επαναφοράς της αρχής των «αρίστων».
Η ευκαιρία όμως χάθηκε λόγω μιας Οβιδιακής και πανέξυπνης μεταμόρφωσης του ολιγαρχικού συστήματος
Οι καταρρέουσες ολιγαρχικές κοινωνικές δομές επιχείρησαν επιτυχώς μια εκπληκτική πολιτισμική αναδίπλωση. Προκειμένου να διατηρήσουν τον διοικητικό έλεγχο, υιοθέτησαν, φαινομενικά και υποκριτικά βέβαια, τη φιλοσοφική αρχή του ιδεαλιστικού πολιτισμικού μοντέλου, την αρχή της «Άμεσης Δημοκρατίας».
Επικαλούμενοι όμως κάποιες ουσιαστικές και πραγματικές κοινωνικές αδυναμίες, η «άμεση δημοκρατία» αντικαταστάθηκε από την «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» η οποία με την σειρά της έδωσε τη θέση της στην «αντιπροσωπευτική πολυκομματική δημοκρατία».
Είναι αλήθεια ότι όλη αυτή την περίοδο των μεγάλων κοινωνικών αλλαγών, έγιναν φιλότιμες προσπάθειες αλλαγής του φιλοσοφικού και ιδεολογικού προσανατολισμού των διοικητικών δομών του πολιτιστικού πυλώνα. Στόχος αυτής της προσπάθειας ήταν η εφαρμογή της αρχής των «αρίστων», στην επιλογή των «δημοκρατικά» εκλεγομένων αντιπροσώπων.
Στο σημείο αυτό όμως κρυβόταν ο «άσσος» των ολιγαρχικών δομών. Ποντάροντας στην «ανθρώπινη φύση», επέκτεινε αριθμητικά τον ολιγαρχικό κύκλο συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτόν όλους τους εκάστοτε εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού. Οι εκπρόσωποι αυτοί, περιβάλλονταν με όλα τα ολιγαρχικά προνόμια και γίνονταν δεκτοί στους ολιγαρχικούς κύκλους ως ισότιμοι όσο διαρκούσε η θητεία τους.
Ήταν σχεδόν βέβαιο ότι το πάθος της εξουσίας και του πλούτου, η ηδονή της επιβολής τους στο πλήθος, η λαϊκή αποδοχή που μπορούσαν να αποκομίσουν μέσω της εξυπηρέτησης βασικών αναγκών, μέσω θεμιτών ή αθέμιτων μέσων, θα αλλοτρίωναν ακόμα και τους άριστους μετατρέποντάς τους απλά σε «ολίγους».
Η ύπαρξη κάποιων αδιάφθορων αντιπροσώπων απλά θα αποτελούσε το «άλλοθι» και την προς τα έξω «καλή μαρτυρία» του συστήματος.
Μια τέτοια εξέλιξη βεβαίως παραχάραζε το ουσιαστικό νόημα της άμεσης δημοκρατίας μετατρέποντάς την σε ένα παράδοξο σύστημα «ολιγαρχικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας».
Ένα τέτοιο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα ικανοποιούσε επιφανειακά το λαϊκό αίσθημα το οποίο αποζητούσε συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, ενώ ουσιαστικά οι αποφάσεις λαμβάνονταν και πάλι από μια διευρυμένη και περιχαρακωμένη ολιγαρχική ομάδα.
Ένας δεύτερος παράγοντας που παρέμεινε αναλλοίωτος στα πλαίσια αυτής της κοινωνικής μετάλλαξης είναι η διατήρηση ως παράγοντα κοινωνικής αξιολόγησης, της ποσότητας και της ποιότητας των υλικών αγαθών. Ο παράγοντας αυτός, όχι μόνο διατηρήθηκε, αλλά συν τω χρόνω αποτέλεσε τη βάση του οικοδομήματος της σχεδιοποιημένης οικονομίας και σε προέκταση του «πολιτικού συστήματος αξιών».
Με την αποδοχή αυτού του είδους του πολιτικού συστήματος, η σήψη των δομών της κοινωνικής φιλοσοφίας του δυτικού πολιτισμού, είχε περάσει στην τελευταία και πλέον επώδυνη φάση του.

Το Διαχειριστικό μοντέλο

Την κατάρρευση του δυτικού πολιτικού μοντέλου προσπάθησαν να ξεπεράσουν οι διοικητικές δυτικές δομές, προβάλλοντας το «Διαχειριστικό Πολιτισμικό Μοντέλο» το οποίο εκφράζει στα τελευταία στάδια κατάρρευσης του δυτικού πολιτικού συστήματος. Η άποψη η οποία διατυπώνεται είναι ότι το μοναδικό αίτιο αποσάθρωσης των δομών του Δυτικού πολιτισμικού μοντέλου είναι η κακή διαχείριση. Με βάση αυτή την φιλοσοφία η άρχουσα διοικητική δυτική τάξη, προβαίνει σε μια αναδιάταξη των κοινωνικών διοικητικών δομών μέσω της θεσμοθέτησης ενός απέραντου πλέγματος νέων θεσμικών κοινωνικών συμβάσεων (νόμων και διατάξεων λειτουργίας). Σε κάποιες περιπτώσεις και σε κάποια έκταση, οι διαχειριστικές αυτές παρεμβάσεις μπορεί να κρίνονται αναγκαίες. Το πρόβλημα αρχίζει να εμφανίζεται όταν οι φιλοδοξίες των διαχειριστικών διοικητικών δομών, προκειμένου να διαιωνίσουν την εξουσιαστική παρουσία τους στα πλαίσια της κοινωνίας, αρχίζουν να σχηματοποιούν τις πρώτες κοινωνικές ψευδαισθήσεις. Οι ψευδαισθήσεις συνίστανται στη δημιουργία της εντύπωσης ότι η «διαχείριση» μπορεί να ταυτιστεί και να αντικαταστήσει την έννοια της «κοινωνίας» και της «πολιτικής». Αυτό γίνεται επιπόλαια και χωρίς να γίνονται αντιληπτές οι εκλεκτικές και διαφοροποιητικές σχέσεις οι οποίες διέπουν αυτές τις έννοιες. Η «κοινωνία» αποτελεί το ιστορικό υποκείμενο. Η «πολιτική», σε κάθε της έκφραση, το μέσον επίτευξης των στόχων της κοινωνίας και τέλος η «διαχείριση», μέσω σύγχρονων δομών και τεχνικών, το εργαλείο εξυπηρέτησης της «κοινωνίας των ανθρώπων».
Ένα τέτοιο διαχειριστικό κοινωνικό σύστημα σύντομα αλώνετε από την οικονομική δομή και έτσι, από διαχειριστικό μεταμορφώνεται σε «οικονομίστικο», Η ακραία αυτή Διαχειριστική αντίληψη, την οποία βιώνουμε σήμερα, αποτελεί το κύκνειο άσμα του διοικητικού πολιτισμικού συστήματος.

Η Οικονομία

Το οικοδόμημα της οικονομίας εντάσσεται στα πλαίσια του διαχειριστικού πολιτικού μοντέλου. Χωρίς να ταυτίζεται μ’ αυτό, αποτελεί μέρος, όργανο, αλλά και ουσιαστικό συστατικό του. Η οικονομία όμως δεν αποτελεί, στο φιλοσοφικό της τουλάχιστον επίπεδο, επιστήμη, παρά μόνο στο μέτρο της χρησιμοποίησης μιας σειράς επιστημονικών ειδικοτήτων όπως της κοινωνιολογίας, των μαθηματικών και της ψυχολογίας.
Η οικονομία, ιδεατά, αποτελεί τον ισχυρό βραχίονα μέσω του οποίου η κοινωνική δομή, στην εφαρμοσμένη της έκφραση, στηρίζει την επιστήμη και την θεολογία. Η οικονομική δομή βέβαια διαμορφώνεται και οριοθετείται από το περιεχόμενο και την επίδραση του πολιτισμού των κρατούντων.
Όπως όμως αναφέρει ο Μ. Μπέγζος, στα πλαίσια ενός διαχειριστικού μοντέλου: «Κανένας ηθικός φραγμός, καμιά θρησκευτική απαγόρευση, κανένα θεολογικό όριο δεν μπορούν να αναχαιτίσουν ή να επηρεάσουν την οικονομική δραστηριότητα του ατόμου. Με αυτόν τον τρόπο όμως κινδυνεύει η ιδιωτική πρωτοβουλία να εκφυλιστεί σε ατομική υστεροβουλία. Χάνονται τα όρια ανάμεσα στη ελευθερία και στην αυθαιρεσία, την πρωτοβουλία και την υστεροβουλία, το κέρδος και την κερδοσκοπία».
Όπως αντιλαμβανόμαστε σήμερα, οι διαχειριστικές δομές, υπερεκτιμώντας τις δυνατότητες της οικονομίας ως μέσου επιβολής, της επιτρέπουν το γιγαντισμό, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις οδηγεί σε άλωση όλων των κοινωνικών, επιστημονικών, θεολογικών και πολιτικών δομών, ένα γεγονός που εκχυδαΐζει την πολιτική και κοινωνική δομή.
Είναι λοιπόν εμφανές ότι εδώ και αρκετά χρόνια αυτό που ονομάζουμε «δυτική αντιπροσωπευτική δημοκρατία» αποκλίνει δραματικά από τους βασικούς κανόνες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, την οποία υποτίθεται ότι αποδέχεται ως βάση της συγκρότησής της. Δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποστηρίξουμε ότι το σημερινό πολιτικό σύστημα προσεγγίζει το «Ολιγαρχικό», με μια βασική διαφορά. Επιτρέπει στους πολίτες, μέσω διαφανών εκλογικών διαδικασιών, να επιλέγουν δημοκρατικά την ολιγαρχική ομάδα της αρεσκείας τους, καθώς και τα πρόσωπα που θα την πλαισιώσουν. Το σύστημα αυτό, πολλές φορές, ολισθαίνει σε μοναρχικό, όταν ο πρώτος τη τάξει της ομάδας εξουσίας πιστέψει στην «ενός ανδρός αρχή», επιβάλλοντας τη θέληση και τις επιλογές του με κάθε τρόπο, θεμιτό ή αθέμιτο.
Σε ένα τέτοιο πολιτικό σύστημα, έννοιες όπως αυτές του «κοινωνικού ελέγχου», της «διαφάνειας», της «συμμετοχής», του «δικαίου», της «ισονομίας» και της «ισοπολιτείας» των «ίσων ευκαιριών», όπως και τόσες άλλες, χάνουν το νόημά τους. Αποτελούν απλώς «κούφια» νοήματος λόγια, τα οποία διατυπώνονται απλώς από συνήθεια, ή για λόγους εντυπωσιασμού και προπαγάνδας, στην προσπάθεια διαιώνισης του συστήματος της «Δημοκρατικής Ολιγαρχίας». και των προσώπων που την συγκροτούν.
Όπως αναφέρει ο H. Marcuse στο έργο του «Μονοδιάστατος άνθρωπος»: «Ο ολοκληρωτισμός δεν είναι μόνο μια ορισμένη μορφή κυβέρνησης ή κόμματος, είναι ακόμα κι ένα ειδικό σύστημα παραγωγής και διανομής, που εναρμονίζεται απόλυτα με τα πολλά κόμματα και τις εφημερίδες, με την διάκριση των εξουσιών κ.λ.π.»
Στα πλαίσια μιας τέτοιας πολιτικής συγκρότησης, οι πολίτες διαπαιδαγωγούνται αντιδημοκρατικά στο όνομα της δημοκρατίας. Δεν συνειδητοποιούν ότι οι εκλεγέντες αντιπρόσωποί τους δεν μεταφέρουν τις λαϊκές απόψεις και διεκδικήσεις, αλλά αποτελούν κομματικούς παράγοντες, οι οποίοι, τις περισσότερες φορές, υπακούουν τυφλά και υστερόβουλα στα κελεύσματα του αρχηγού, των βαρόνων και των οπλαρχηγών της ολιγαρχικής ομάδας εξουσίας.
Η συνειδητοποίηση αυτής της αλήθειας «πνίγει» τους πολίτες που την συνειδητοποιούν αναγκάζοντάς τους να διεκδικούν τα δίκαια ή άδικα δικαιώματά τους από την πολιτεία, πολλές φορές, βίαια και εξωθεσμικά. Τι άλλο όμως θα μπορούσαν να κάνουν, όταν οι αντιπρόσωποί τους πολιτεύονται μεν, αλλά ενίοτε βουλεύονται;
Όσον αφορά την Ελλάδα, αλλά και όλα τα μικρά κράτη της περιφέρειας του δυτικού κόσμου, τα προηγούμενα προβλήματα έχουν πάρει έναν δραματικό χαρακτήρα.
Η προσπάθεια επαναχάραξης των σφαιρών επιρροής στον κόσμο και τα καλπάζοντα υπερεθνικά οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα, αποτελούν το ιδανικό πεδίο ανάπτυξης μιας «ολιγαρχικής δημοκρατίας».
Αυτό όμως που θα πρέπει να αντιληφθούμε είναι ότι για την κατάσταση αυτή δεν φταίνε τα πρόσωπα, αλλά το πολιτικό σύστημα το οποίο έχει κλείσει τον ιστορικό του κύκλο και θα πρέπει επιτέλους να ανανεωθεί.
Η ανανέωση αυτή δεν είναι δυνατόν να στηρίζεται σε μιαν απλή αντιγραφή άλλων δυτικών συστημάτων, τα οποία δεν έχουν λάβει υπ’ όψη τους τις ελληνικές ιδιαιτερότητες.
Η Ελλάδα γέννησε την ανόθευτη Δημοκρατία, τη βάση των Δυτικών Δημοκρατιών, και ως εκ τούτου θα πρέπει να αποτελεί το θεματοφύλακα των βασικών αξιών της.
Είναι υποχρέωσή της, αντί να αναπαράγει την Ολιγαρχική Δημοκρατία άλλων δυτικών κρατών, να κάνει προτάσεις ανατροπής και αντικατάστασής της από μια γνήσια Δημοκρατία, εναρμονισμένη με την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και συνεπή με τα βασικά και απαράβατα δημοκρατικά δεδομένα.
Επιτέλους οι επαγγελματίες της πολιτικής πρέπει να αντιληφθούν ότι, δεν είναι ο Λαός ο οποίος «εφευρέθηκε» προκειμένου να τους εξυπηρετεί, αλλά τα κόμματα και τα στελέχη τους, τα οποία οφείλουν να επανέλθουν στην οδό της πραγματικής δημοκρατικής σκέψης και νοοτροπίας.
*Από το βιβλίο των Μάνου Δανέζη και Στράτου Θεοδοσίου: «Το Μέλλον του Παρελθόντος μας – Επιστήμη και Νέος Πολιτισμός» Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2005
Previous Post Next Post

You Might Also Like